ὠργίζετο

ὠργίζετο
ὀργίζω
make angry
imperf ind mp 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • огнѣватисѧ — ОГНѢВА|ТИСѦ (1*), ЮСѦ, ѤТЬСѦ гл. Разгневаться, рассердиться: и огнѣваше же сѧ на папѹ. ѥлико въ домѹ прещаше пакость створити емѹ. (ὠργίζετο) ПНЧ к. XIV, 190б …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • υπαλλαγή — η / ὑπαλλαγή, ΝΜΑ [ὑπαλλάσσω] αμοιβαία διαδοχή, εναλλαγή νεοελλ. 1. γραμμ. α) σχήμα λόγου κατά το οποίο χρησιμοποιείται το όνομα τού δημιουργού στη θέση τού δημιουργήματος, αυτό που περιέχει κάτι αντί για το περιεχόμενό του και αντιστρόφως, το… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”